Συμμετέχει, μελετά, αρθρογραφεί, ταξιδεύει, ενημερώνεται με στόχο να προσφέρει όσο μπορεί στην αναβάθμιση του τοπίου που μας περιβάλλει.

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΝ?

Φωτο 1. Το εκτόπισμα του νέου μουσείου της Ακρόπολης 

 Το νέο μουσείο της Ακρόπολης εγκαταστάθηκε στη γειτονιά του Μακρυγιάννη δίνοντας  της ένα διαφορετικό αέρα που  αισθητικά  την έμπλεξε ακόμα περισσότερο. Το κτήριο τοποθετημένο έτσι ώστε οι  γωνίες του να ανοίγονται προς τα έξω χωρίς όμως κανείς να το προσλαμβάνει σαν  διαχυτικότητα αλλά  μάλλον σαν ένα είδος επιθετικότητας   προς το ευρύτερο περιβάλλον που φαινομενικά εκτοπίζει.
 Ο υπαίθριος χώρος  μικρός σε σχέση με τον όγκο του κτηρίου στέκει ουδέτερος, απόμακρος,  και ξεκομμένος από το άμεσο αλλά και το ευρύτερο τοπίο. Ο κήπος, το ανάγλυφο του, η βλάστηση του, τα σκληρά υλικά των αναβαθμίδων, των μονοπατιών,  θα έπρεπε να διαχέονται προς τον πολεοδομικό ιστό, τους γύρω δημόσιους χώρους,  και το αντίστροφο ώστε  ο κήπος να αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις.
Ο σχεδιασμός ενός τέτοιου έργου είναι έργο πρόκληση για ένα  αρχιτέκτονα τοπίου, γεωπόνο, στο οποίο θα  είχε  να λάβει υπόψη του πολλά δεδομένα να τα αναλύσει, να τα συνθέσει με στόχο να αναδείξει την ανασκαφή και τα ευρήματα, να συνδέσει το νέο κτήριο με το παλιό  (κτήριο Βάιλερ ή Μακρυγιάννη) αλλά και με το ευρύτερο περιβάλλον, να αποδώσει στον κήπο συμβολικό χαρακτήρα, ίσως και εκπαιδευτικό αλλά όλα αυτά με μεγάλη προσοχή να μην ξεπεραστεί το μέτρο στη σχετική και την απόλυτη κλίμακα, να  τηρηθούν οι  ισορροπίες και οι αναλογίες στη πολυδιάστατη λειτουργία και αισθητική του τόπου.
Φωτο 2. Ελιές τοποθετημένες πάνω στο χλοοτάπητα παραπέμπουν σε κήπο εξοχικής οικίας περασμένων  δεκαετιών.

Η φύτευση κυρίως αποτελείται από αμιγή τεμάχια ελαιώνα με διαφορετική περίμετρο κορμού,  στοιχισμένα  μεταξύ τους, ενώ απαντώνται και δυο παρτέρια με νεραντζιές και  κάποια κυπαρίσσια. Τα δέντρα αν εξαιρέσει κανείς τα λίγα κυπαρίσσια, δεν αναπτύσσονται κάθ΄ύψος  αλλά οριζόντια δίνοντας την αίσθηση ότι η βλάστηση συμπιέζεται προς τα κάτω  σε σχέση με το κτήριο. Το  μικρό ύψος των δέντρων σε κάποια σημεία,  θα μπορούσε να μην είναι πρόβλημα, αν σε αυτά τα σημεία γινόταν σύνδεση της φύτευσης με το επίπεδο της  ανασκαφής. Πάντως είναι αισθητή η απουσία του κυπαρισσιού, της χαρουπιάς, της κουτσουπιάς, της αριάς, του πλάτανου που η παρουσία τους θα έδινε εκτός από εποχιακό ενδιαφέρον και δείγματα διαφορετικών οικοσυστημάτων.  Η μικρή ποικιλία  των θάμνων αλλά και των αναρριχητικών φυτών που φυτεύτηκαν, κυρίως δάφνες Απόλλωνος, μυρτιές,  γιασεμιά, βουκαμβίλιες, κισσοί δεν καταφέρνουν να ενώσουν το νέο διαμορφωμένο χώρο με τον προυπάρχοντα κήπο του κτηρίου Μακρυγιάννη.
Φωτο 3. Η Αντιπαράθεση άλλων εποχών, άλλων λογικών ενισχύεται με την παρουσία του χλοοτάπητα στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου.

 Η εδαφοκάλυψη στο μεγαλύτερο μέρος γίνεται με χλοοτάπητα, γεγονός που μεταμορφώνει  το χώρο σε ένα ερμαφρόδιτο τόπο μακριά από τη λογική του ξηροφυτικού τοπίου της μεσογειακής γης, των γύρω λόφων αλλά και της Διον. Αρεοπαγίτου, που  προσπερνά το μουσείο  με πλατάνια και κατηφορίζει προς το Θησείο με ελιές, κυπαρίσσια  δεντρολίβανα, ρίγανες, λυγαριές. Απουσιάζει  το ελληνικό τοπίο που με την πλούσια χλωρίδα του καταφέρνει και δημιουργεί διαφορετικά  μικροκλίματα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Η εγκατάσταση του δέντρου της ελιάς πάνω στο χλοοτάπητα θεωρώ ότι υποτιμά το δέντρο και ότι αυτό συμβολίζει, καθώς και τον επισκέπτη του μουσείου, Έλληνα και μη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Τσουμί , ο Παρθενώνας του υπαγόρευσε τη μορφή  του μουσείου, στην περίπτωση του περιβάλλοντα χώρου όμως ο σχεδιαστής φαίνεται ότι δεν εμπνεύστηκε από το αττικό τοπίο.    Η ανθρώπινη  παρουσία  δεν είναι αισθητή στον  κήπο εφόσον δεν έχουν προβλεφθεί χώροι ανάπαυσης ή δραστηριότητας για τον άνθρωπο, παρά μόνο  η  κίνηση του από και προς τις εισόδους- εξόδους. Ο άνθρωπος καλείται να γίνει απλώς παρατηρητής  μιας και  δεν του δίνονται ερεθίσματα να καταγράψει  το τοπίο χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις του.
¨Όσο αναφορά τις πίσω-μπροστά  όψεις  των κτηρίων της Διον. Αρεοπαγίτου δεν αποτελούν και τόσο μεγάλο πρόβλημα, γιατί όταν έχει κανείς μπροστά του  το φεγγάρι είναι σίγουρο ότι δεν θα κοιτάζει το δάκτυλο. Με την κατάλληλη φύτευση δέντρων  και με ένα μερικό καλλωπισμό θα αποκατασταθεί η οπτική ενόχληση, αν υπάρχει, των επισκεπτών του μουσείου,  από τα κτήρια της Διον.Αρεοπαγίτου.

Φωτο 4. Οι πλαστικοί κισσοί που τοποθέτησε ο ιδιοκτήτης δεν καταφέρνουν να κρύψουν αλλά να τονίσουν την παρουσία της οικίας της Διον. Αρεοπαγίτου. Το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα  καλύτερο αν  φυτεύονταν  δέντρα και αναρριχητικά  στον κήπο του μουσείου.

Ποιος όμως γεωπόνος, αρχιτέκτονας τοπίου, μελετητής, διαμόρφωσε τον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου, όρισε τους άξονες  σχεδιασμού αψηφώντας βασικές αρχές, αγνοώντας τους νόμους της γεωπονικής επιστήμης? Μήπως το αποτέλεσμα αυτό είναι προϊόν παρεμβάσεων στο έργο του μελετητή της φυτοτεχνικής διαμόρφωσης, ανθρώπων που αντιμετωπίζουν το πράσινο  γλαφυρά και το θεωρούν εύκολη υπόθεση? Ίσως, γιατί  είναι κάτι που συνηθίζεται με  ευθύνη των γεωτεχνικών πρώτα από όλα. Το σίγουρο είναι ότι ο κήπος αυτός δεν αντιπροσωπεύει την ελληνική κηποτεχνία, ούτε την ελληνική παράδοση.

Κείμενο-φωτο
Κατσογιάννη Σταυρούλα
Γεωπόνος-Αρχιτέκτων τοπίου

Το παραπάνω άρθρο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα ο Δαίμων της Οικολογίας.